υαλοτέχνης — ο ο υαλουργός (βλ. λ.) και μάλιστα αυτός που κατεργάζεται τα κρυστάλλινα είδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υαλέψης — και ὑελέψης, ὁ Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που παρασκευάζει την ύαλο, υαλοτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + έψης (< ἕψω «βράζω, ψήνω»), πρβλ. πανθ έψης] … Dictionary of Greek
υαλοτεχνία — η, Ν [υαλοτέχνης] η τέχνη τής κατεργασίας τής υάλου και, ειδικότερα, η τέχνη τής κατασκευής γυάλινων και κρυστάλλινων αντικειμένων … Dictionary of Greek
υελοτέχνης — ὁ, Α βλ. υαλοτέχνης … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek
ԱՊԱԿԱԳՈՐԾ — (ի, աց.) NBH 1 0269 Chronological Sequence: Unknown date ա.գ. որ եւ ԱՊԱԿԷԳՈՐԾ. ὐαλοτέχνης artifex vitri conficendi, ὐαλουργός vitrarius Գործօղ ապակւոյ. ... *Հրէի միոյ ապակագործի նստաւ երանելին սիմէօն հանդէպ դրացն ընդ այլ աղքատսն. Վրք. հց. ՟Ի՟Զ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
υαλουργός — ο 1. ο κατασκευαστής γυαλιού, ο υαλοποιός. 2. τεχνίτης που επεξεργάζεται το γυαλί για δημιουργία γυάλινων ειδών, ο υαλοτέχνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)